- ἐργαστήρ
- ἐργᾰσ-τήρ, ῆρος, ὁ,A workman, esp. in husbandry, X.Oec.5.15 ; of a smith, Orph.H.66.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εργαστήρ — ἐργαστήρ, ῆρος, ό, θηλ. ἐργαστρίς, ίδος (Α) [εργάζομαι] 1. εργάτης, γεωργός 2. (για τον Ήφαιστο) σιδηρουργός … Dictionary of Greek
ἐργαστήρ — workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστῆρας — ἐργαστήρ workman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστῆρες — ἐργαστήρ workman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστῆρσι — ἐργαστήρ workman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστήρων — ἐργαστήρ workman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… … Dictionary of Greek
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
εργαστής — ἐργαστής, ὁ (Α) [εργάζομαι] ο εργαστήρ … Dictionary of Greek
εργαστρίς — η βλ. εργαστήρ … Dictionary of Greek